κάρπισμα

κάρπισμα
το (Μ κάρπισμα) [καρπίζω (Ι)]
νεοελλ.
η παραγωγή ή ο σχηματισμός καρπού, η καρποφορία
μσν.
πληθ. τὰ καρπίσματα
η συγκομιδή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”